φθαρτός

φθαρτός
5349 φθαρτός
{прил., 6}
тленный, подверженный порче или разрушению.
Ссылки: Рим. 1:23; 1Кор. 9:25; 15:53, 54; 1Пет. 1:18, 23.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φθαρτός" в других словарях:

  • φθαρτός — destructible masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτός — ή, ό / φθαρτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φθαρτός (ανατ. φυσιολ.) η λειτουργική στιβάδα τού ενδομητρίου, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την επίδραση τών ωοθηκικών ορμονών στην… …   Dictionary of Greek

  • φθαρτός — ή, ό αυτός που μπορεί να φθαρεί (να καταστραφεί), αυτός που έχει μέσα του στοιχεία φθοράς: Το σώμα του ανθρώπου είναι φθαρτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθαρτά — φθαρτός destructible neut nom/voc/acc pl φθαρτά̱ , φθαρτός destructible fem nom/voc/acc dual φθαρτά̱ , φθαρτός destructible fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτότερον — φθαρτός destructible adverbial comp φθαρτός destructible masc acc comp sg φθαρτός destructible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτῶν — φθαρτός destructible fem gen pl φθαρτός destructible masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτόν — φθαρτός destructible masc acc sg φθαρτός destructible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρταῖς — φθαρτός destructible fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρταί — φθαρτός destructible fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτοῖς — φθαρτός destructible masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτοί — φθαρτός destructible masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»